ἀκατάτρητος

ἀκατάτρητος
ἀκατά-τρητος, ον,
A not pierced,

ὀστοῦν Gal.UP9.13

.

Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.

Игры ⚽ Поможем написать реферат

Look at other dictionaries:

  • ακατάτρητος — ἀκατάτρητος, ον (Α) [κατατετραίνω] αυτός που δεν έχει τρυπηθεί ή που δεν έχει τρύπα, κοιλότητα «ἀκατάτρητον ὀστοῡν» (Γαλην. 4, 522 d) …   Dictionary of Greek

  • ἀκατάτρητον — ἀκατάτρητος not pierced masc/fem acc sg ἀκατάτρητος not pierced neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”